Δεκάξι-δεκαεφτά ήμουνα. Καλοκαίρι στο χωριό. Συγκεκριμένα στο βουνό. Παρέα με δυο παππούδες. Συγγενής εξ αγχιστείας, φίλοι αλλά και σέμπροι. Ο εμφύλιος τους βρήκε τον έναν στο Μαίναλο με τον ΔΣΕ και τον άλλον να υπηρετεί επιστρατευμένος ξανά στον Ελληνικό Στρατό. Σε μια μάχη μάλιστα βρέθηκαν να πολεμούν, χωρίς να το γνωρίζουν ο ένας απέναντι στον άλλον. Μετά από πολλές περιπέτειες γύρισαν ζωντανοί στο χωριό και συνέχισαν την ζωή τους. Δεκαετία ’80 λοιπόν και εγώ έφηβος με τις πρώτες μου πολιτικές ανησυχίες τους βρήκα μόνους και ήρεμους και έπιασα να τους ρωτώ να μου διηγηθούν ιστορίες από τον εμφύλιο. Μου είπε δυο τρία πράγματα ο ένας για το Αλβανικό και τις εμπειρίες του από τον πόλεμο με τους Ιταλούς και μετά τίποτα. Κουβέντα. Τους το έφερνα από εδώ. «Πες μου θείο για το Μαίναλο». Τίποτα. Τους το έφερνα από ‘κει. «Πες μου βρε μπάρμπα για την μάχη των Τροπαίων». Σιωπή. Μόνο κοιτάζονταν σαν να αποφάσιζαν με μιας ότι δεν πρέπει να μου πουν, δεν πρέπει να αναπαράγουν αυτό το μίσος που βίωσαν οι ίδιοι, συμφωνούσαν σιωπηρά και έστρεφαν την κουβέντα αλλού. Κάποια στιγμή τους πίεσα. Την απάντηση, απλή και ανθρώπινη, δεν θα την ξεχάσω ποτέ:
«Άκου παιδί μου. Όλα αυτά που περάσαμε εμείς δεν ήταν παρά ένα κακό όνειρο. Ο εμφύλιος δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Άμα θες να μάθεις λοιπόν κάτι από εμάς μάθε αυτό: Αν ήμαστε για κάτι περήφανοι εμείς είναι ότι πέρασαν τόσα χρόνια από την μέρα που γυρίσαμε από τον πόλεμο και από τότε δεν τσακωθήκαμε ποτέ και για τίποτα.»
Αυτά μου είπαν κι έμεινα να τους κοιτώ αμίλητος, εγώ αυτή την φορά, όσο έστριβαν δυο τσιγάρα με χαρτί εφημερίδας και λίγο καπνό που έβγαλαν από ένα μικρό τσίγκινο κουτάκι.