Ήτανε το δικό μου “βρώμικο” ’98. Βρισκόμαστε με ένα παιδικό φίλο στην Καρδίτσα σε ένα ρεμπετάδικο. Παραγγείλαμε ταξί να φύγουμε, “να πάμε αλλού”. Την ώρα που ήρθε το ταξί έπαιζε η ορχήστρα το “Μες τον πράσινο τον μύλο”. Φύγαμε στα μέσα του τραγουδιού. Το πρωί της ίδιας μέρας είχα ρωτήσει ένα ταξιτζή στην πιάτσα της κεντρικής πλατείας: “Άμα καλέσεις ταξί αργά το βράδυ και τους πεις στα “ΚΤΕΛ”, θα σε παν΄εκεί που ψάχνεις” μου είπε.
Είπαμε στον οδηγό να πάει προς τα ΚΤΕΛ και να στρίψει. Έστριψε σε έναν χωματόδρομο, τριγύρω καλαμιές. Σε κάποιο ξέφωτο μας άφησε απέξω από ένα σκοτεινό όγκο κάτι σαν κοντέινερ. “Εδώ είναι το μαγαζί που ψάχνετε”.
Από την πόρτα ερχόταν ένα φως ασθενικό. Μπήκαμε. Τα φέξια ήταν κόκκινα και η ορχήστρα έπαιζε, λες και ο χρόνος της διαδρομής δεν είχε μετρήσει, το ίδιο τραγούδι που είχαμε αφήσει πίσω μας στο άλλο μαγαζί. “Μες τον πράσινο το μύλο”. Ακριβώς στην στροφή που το είχαμε αφήσει.
Υ.Γ. Με τον παιδικό φίλο δεν μιλάμε πια. Πλούτισε αυτός, παραξένεψα εγώ. Γαμώτο.