[Λευκό σακάκι. Λευκό παντελόνι. Καλοκαίρι, έξω από την Αρτζεντίνα. Τα μάτια δακρυσμένα. Είχανε χάσει κάτι και το έψαχναν.]
[…]
[Μας κλείσανε σε βαθιά κελιά. Που ‘ναι ρε συ να πάμε με τα καλοκαιρινά μας, τα λινά μας, στην “Αρτζεντίνα του καθενός μας” να ακούσουμε μια πενιά; Να σπάσουμε λίγο γύψο να σπάσει η γκαντεμιά. Να παραγγείλουμε κρασί και φρούτα και να ‘ναι για πάρτη μας όλα τα γούστα του κόσμου;
Γέμισε ο κόσμος ζόφο, θάνατο και φτώχια. Δεν τραγουδά κανείς. Μόνο κάτι τρελοί.
“Που ‘ναι τα κουτιά που ‘χανε τα γράμματα;
Θαμμένα στα πατάρια σας, τα θάψατε στα μέσα σας,
μείνανε τα νιάτα σας σε ράφια σκονισμένα.”]
/* Από ανέκδοτο διήγημα */