Η πόρτα από το μικρό καμαράκι που βρισκόταν το εκτυπωτικό μηχάνημα που τυπώναμε τις φωτογραφίες άνοιξε απότομα. Γύρισα, ήμουν μονάχος και τακτοποιούσα τα καρούλια του χαρτιού ανάμεσα σε μυρωδιές από τα χημικά. Στεκόταν στο κατώφλι, ψηλός, αναποφάσιστος και στεναχωρημένος. Δεν τον ήξερα. Μπήκε.
-Εσύ είσαι αυτός που τυπώνει τις φωτογραφίες που πουλάτε στο μαγαζί;
Το μαγαζί, ήτο λαϊκό, έπαιζε καψουροτράγουδα και είχε έδρα σε ένα ημιυπόγειο στην Αχαρνών. Φίρμες τρεις, εκ των οποίων οι δύο άρτι αφιχθείς από την επαρχία. «Έκαναν το αγροτικό τους και ξαναγύρισαν στην πρωτεύουσα» λέγαμε και γελούσαμε. Η τρίτη φίρμα μάζευε τον κόσμο και άνοιγε σαμπανικό, ικανό να βγάλει το μεροκάματο για καμιά σαρανταριά νομαιταίους. Από κοντά και εμείς οι φωτογράφοι. Πληρωμή με το κομμάτι για τους τραβηχτές και μεροκάματο συν ποσοστά στον «εκτυπωτή». Εγώ ήμουν «ο εκτυπωτής».
– Πόσες φωτογραφίες τραβήξατε εχθές; Είχατε πολύ δουλειά;
– Ε… κοιτάξτε εμείς εδώ…
– Πες, μου λέει, μην φοβάσαι, ούτε μπάτσος είμαι, ούτε εφορία. Πόσες;
– Χθες κύριε ήταν Τετάρτη, έκανα διστακτικά. Και τις Τετάρτες δεν έχουμε πολύ δουλειά. Καμιά εικοσιπενταριά τραπέζια είχαμε όλο κι όλο ολόκληρο το βράδυ.
– Λοιπόν… τύπωσέ τες μου όλες!
Καθόμουνα και τον κοιτούσα προσπαθώντας να καταλάβω, τι ήταν, ποιος ήταν, κάπου πήγαινε το μυαλό μου, αλλά «στην νύκτα όλα δουλεύουν πορτοκαλί», που λέει και το τραγούδι, και παρέμενα επιφυλακτικός.
– Θα σε πληρώσω, μου λέει και έβαλε το χέρι στην τσέπη.
Έκανε να το τραβήξει μαζί με το περιεχόμενο και με ένα νόημα τον σταμάτησα. Τον άφησα να συνεχίσει να δω που θα το πάει.
– Κάθε Τετάρτη παραλαμβάνω, κάτω στην αγορά, φορτία από Βουλγαρία. Λείπω από το σπίτι μέχρι αργά κι όταν γυρνώ σπίτι όλα είναι εντάξει. Μια φορά την εβδομάδα. Μα χθες…
Δεν μίλησε άλλο και τον έπιασαν τα κλάματα. Δύο μέτρα άντρας και έκλαιγε.
Εγώ είχα μείνει με ένα καρούλι φωτογραφικό χαρτί στο χέρι. Του έσπρωξα μια καρέκλα και έκατσε.
-Θα τις τυπώσεις; τουλάχιστον να μάθω, να λυτρωθώ!
Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι με έκανε να τον βοηθήσω. Τουλάχιστον ως προς την λύτρωση. Του λέω: «Τις θέλετε σε κοντάκτς;»
– Δεν ξέρω φίλε τι είναι αυτό που μου λες. Είχε ανάψει τσιγάρο και συνέχιζε να κλαίει και να ψελλίζει: Τύπωσέ τες μου όλες. Θέλω να μάθω εάν ήταν εδώ.
Τις τύπωσα όλες. Όση ώρα δούλευα δεν μιλούσε. Ούτε καν σηκώθηκε να κοιτάξει το ρολό που σιγά σιγά ξεπρόβαλε από το μηχάνημα. Όταν τελείωσα, γύρισα και του τις έδωσα. Είχε σταματήσει το κλάμα. Πήρε το ρολό, το άφησε πρώτα να χυθεί όλο στο πάτωμα και κατόπιν το πέρασε ολόκληρο μπροστά από τα μάτια του τυλίγοντας το αργά. Όσο το κοιτούσε είχε την ίδια έκφραση. Μπορεί να μην ήθελε να δώσει στόχο, να καταλάβω ποια έψαχνε. Γιατί για γυναίκα επρόκειτο σίγουρα. Στο τέλος τσάκισε το ρολό βάζοντας το ανάμεσα στις ανοικτές του παλάμες, το έκρυψε μέσα στο σακάκι του και μόνο τότε η όψη του άλλαξε. Δεν έδειχνε ανακουφισμένος. Έδειχνε απλά άνθρωπος χωρίς αμφιβολίες.
Έβαλε ξανά το χέρι στην τσέπη και τράβηξε έξω ένα μάτσο χιλιάρικα.
-Πάρε μου λέει να πιείς, ένα ποτό. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά και του έσπρωξα τα χρήματα ευγενικά πίσω.
Ποτέ δεν έμαθα και ποτέ δεν κατάλαβα εάν αυτός ο άνθρωπος είχε ανακουφιστεί επειδή είδε αυτό που υποψιαζόταν ή επειδή δεν είδε αυτό που τον είχε κάνει να καταρρεύσει.
Σας προτείνω να διαβάσετε και τον “Αποχαιρετισμό”
Photo credit: Vivi Kotoula – Νυχτερινοί Δρόμοι της Αθήνας