Το καλοκαίρι του “βρώμικου” ’89, με το που τελείωσαν οι εξετάσεις έπιασα ξανά δουλειά στο μαγέρικο του Σιδέρη. Ημερήσια βάρδια στην λάντζα. Είχα κάνει συμφωνία με την κυρία Τασία να της δουλέψω την άδεια. “Άμα δεν βρούνε αντικαταστάτη δεν θα μου δώκουνε την άδεια. Πες εσύ ότι θα δουλέψεις και έχω κανονίσει να πάρεις ό,τι λεφτά μου δίνουν και εμένα”. Είπα “ναι” και ξεκίνησα. Ακριβώς την επόμενη μέρα των εξετάσεων. Είχα να διαλέξω μεταξύ οικοδομής και μαγέρικου. Νίκησε το μαγέρικο και τα ογδόντα χιλιάρικα μηνιάτικο, που τουλάχιστον θα κερδιζόντουσαν υπό σκιάν.
Την ανθρωπογεωγραφία της κρεαταγοράς την γνώριζα ήδη. Χασαπάκια, μανάβηδες από απέναντι, ψαραγορίτες από τα εσωτερικά της Βαρβακείου και διάφοροι περιφερειακοί. Αυτοί, οι τελευταίοι, είχαν και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ήταν ένας που μας έφερνε ψιλά. Του έδινες ένα χιλιάρικο και ένα εικοσάρικο και σου άφηνε 10 μασούρια με δέκα δεκάρικα το καθένα. Ένας άλλος περνούσε κάθε μέρα και μας άφηνε μια σακούλα πριονίδι. Υλικό απαραίτητο για να μην γλιστρούσες στα παλιά μωσαϊκά των μαγαζιών. Το πόστο σου δεν μπορούσες να το αφήσεις εύκολα, οπότε κάποιος μας έφερνε τσιγάρα. Την μάρκα σου την μάθαινε την πρώτη μέρα που σε έβλεπε. Τα έβαζε κρυφά σε μια μεγάλη πάνινη σακούλα μπλε, διαφημιστική της νιβέα και μου τα άφηνε με τρόπο στο μαρμάρινο πάσο, που είχε το παράθυρο της λάντζας. Αυτός που προκαλούσε, όμως, το περισσότερο ενδιαφέρον ήταν ο Τάκης ο Κουδούνας. Ο Τάκης δεν μιλούσε. Όχι πως ήταν λιγομίλητος, απλά ο Τάκης ήταν μουγγός. Κανείς δεν τον έλεγε μουγγό. Όλοι ως ο Τάκης ο Κουδούνας τον ξέραμε. Ήταν σαν βγαλμένος από βιβλίο του Τσιφόρου, παιδί της πιάτσας πραγματικό, και μας έφτιαχνε την τύχη. Πραγματικά. Ο Τάκης ασχολείτο με λοταρίες. Το πρωί, μετά τις εννιά, εμφανιζόταν με ένα μεγάλο δώρο στο ένα χέρι. Πότε ένα μεγάλο ραδιοκασετόφωνο, πότε ένα φουσκωτό δελφίνι παραλίας… Στο άλλο χέρι κρατούσε μια κουδούνα. Από αυτήν που είχαν οι δικαστές και οι επιστάτες των σχολείων. Περιφερόταν για μία ώρα σε όλα τα στενά της Βαρβακείου, στους διαδρόμους της ψαραγοράς και τελειώνοντας περνούσε μπροστά από τους πάγκους με την μαναβική. Κατόπιν άφηνε κάπου “Το Δώρο”, έτσι το λέγαμε, ξανάπαιρνε την κουδούνα και δυο ατζέντες-ημερολόγια και ξεκίναγε την πώληση των λαχνών. Σταμάταγε μπροστά σου. Εσύ του ΄λεγες, αυτός ήσυχος: “Κόψε μου τρεις μέρες” ή “θέλω μια βδομάδα του Μαΐου”. Έκοβε και σου έδινε τις σελίδες από την μια ατζέντα. Έγραφε το όνομα σου στις αντίστοιχες μέρες στην ατζέντα που κρατούσε αυτός, για να κάνει την κλήρωση μετά το πέρας των πωλήσεων. Πληρωνόταν και έψαχνε για τον επόμενο.
Κατά την μία το μεσημέρι, ο Τάκης διάλεγε ένα κεντρικό σημείο, πότε την είσοδο της ψαραγοράς, πότε μπροστά από το μαγαζί μας, χτυπούσε την κουδούνα για αρκετή ώρα και ερχόταν η στιγμή της κλήρωσης. Άφηνε την κουδούνα κάτω. Έβγαζε από την κωλότσεπη την ατζέντα με τα ονόματα, την κράταγε από την μια γωνία του εξωφύλλου να ανοίξει σαν ακορντεόν, σήκωνε τα χέρια στην έκταση και έκανε δύο κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Να δουν όλοι ότι η ατζέντα δεν είχε αλλάξει και ότι όλα ήταν ξεκάθαρα και δίκαια. Ιεροτελεστία ολόκληρη. Όσοι βρισκόντουσαν γύρω από το σημείο σώπαιναν. Και δεν ήταν λίγο ένας άνθρωπος μουγκός να κάνει να σιωπήσει το πιο πολύβουο σημείο των Αθηνών, η Βαρβάκειος αγορά.
Στην συνέχεια έκοβε όλα τα φύλλα της ατζέντας τα έριχνε σε μια σακούλα, την κουνούσε λίγο και ζητούσε από κάποιον ουδέτερο να τραβήξει έναν λαχνό. Κατόπιν, ο Τάκης έπαιρνε ένα αυτοσχέδιο πλακάτ, που έφτιαχνε από ένα σκουπόξυλο και ένα χαρτόνι από κούτα, και έγραφε με χονδρό μαρκαδόρο το όνομα ή το παρατσούκλι του τυχερού. “Ο Γιαννάκης ο Μανάβης”, “ο Νίκος με τους βακαλάους”, ο “Ο Μπαρμπα-Γιώργης ο ψαραγορίτης”. Ονόματα γνωστά και οικεία σε όλους μας εκεί μέσα. Έπαιρνε λοιπόν το δώρο το παρέδιδε στον τυχερό και στην συνέχεια έκανε πάλι όλη την διαδρομή του, κρατώντας ψηλά το πλακάτ και χτυπώντας πιο εύθυμα αυτήν την φορά την κουδούνα, για να ενημερώσει τους παίχτες για τον νικητή της ημέρας.
Οι μέρες περνούσαν και η ζέστη ανέβαινε. Το μικρό δωματιάκι της λάντζας γινόταν σάουνα, σε σημείο που με έκανε να προβληματίζομαι για το εάν είχα κάνει καλά που δεν διάλεξα την οικοδομή. Είχα φέρει από το σπίτι ένα μικρό ραδιοφωνάκι, το πρωί άκουγα τα πλούσια, λόγω πολιτικών γεγονότων της εποχής, δελτία ειδήσεων και μετά τις δώδεκα το γύρναγα στους πειρατικούς, στα λαϊκά, και άνοιγα την πρώτη μπύρα. Το μηνιάτικο θα το έπαιρνα στο τέλος του μήνα, έτσι είχαμε συμφωνήσει, και όλα τα έξοδα μου, εισιτήρια, τσιγάρα, μπύρες, λαχνούς από τον Τάκη και βραδινές τσάρκες, τα χρηματοδοτούσα από δεύτερο πάρεργο. Τα κόκκαλα. Όχι τα ζάρια. Αυτά δεν τα ‘πιανα. Τα κόκκαλα τα πραγματικά. Όταν μου παράδωσε την λάντζα η κυρά Τασία, κανονική τελετή παράδοσης-παραλαβής, μου έδειξε τα κατατόπια. “Εδώ τα απορρυπαντικά”, “να πλένεις μόνος σου τις πετσέτες που χρειάζεσαι”, “να φοράς διπλή ποδιά, δερμάτινη από μέσα, βαμβακερή απ’ έξω”. Μου ανέλυσε και το σύστημα για τα κόκκαλα. “Εδώ θα ρίχνεις ψαρικά, εδώ τα κρεατικά, να θυμάσαι ότι όλα τα κόκκαλα κάνουν εκτός απ’ του κοτόπουλου. Και κοίτα να δεις: Έχω πελάτες σταθερούς, τους έχω ενημερώσει. Είναι τακτικοί και έρχονται κάθε μέρα να αγοράσουν φαγητό για τα ζωντανά τους. Κοίτα μην τους αφήσεις ξερούς χωρίς φαΐ. Μην μου χαλάσεις το σύστημα. Άσε που θα κερδίζεις την μέρα κοντά ένα μεροκάματο ακόμα.”
Τα μεσημέρια, οι δικοί μου πελάτες, αυτοί για τα κόκκαλα, εμφανιζόντουσαν στην θυρίδα. Στις τρεις πρώτες μέρες τους είχα μάθει όλους. Ποιός είχε γάτες, ποιός είχε σκύλο, ποιος ήθελε και ψωμιά, είχα αγοράσει και σακούλες, εκείνες τις μπλε τις σκληρές, απέθαντες. Διπλό κόμπο, τα έδινα και μου έριχναν στον μαρμάρινο πάγκο, πότε δυο κατοστάρικα, πότε τρία. Τα Σάββατα, μέρα ανεφοδιασμού για τους νοικοκυραίους, γέμιζε η σάλα συνέχεια, και εγώ κανόνιζα παραπάνω, ενισχυμένες, μερίδες από αυτά που περίσσευαν για τα προστατευόμενα κατοικίδια του κέντρου των Αθηνών. Τότε έπεφτε και κανένα πεντακοσάρικο, το περνούσα από το κούτελο για γούρι και το ‘βαζα στην τσέπη.
Την τελευταία μέρα, αγόρασα λαχνούς, κέρασα τα σερβιτόρια μπύρες και περίμενα να τελειώσει ο Ιούλιος και η περίοδος της “σάουνας”. Κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι ένα συναγώι, κουβέντες, γέλια. Ξετρυπώνω από το δωματιάκι και βλέπω τον Τάκη τον μουγκό να έρχεται φουριόζος, κρατώντας έναν ανεμιστήρα με πόδι. Κουνούσε την κουδούνα σαν παλαβός. Ήταν το σύνθημα: “Κέρδισες!”.
Πετάχτηκε και ένα παλιό σερβιτόρι; “Ρε συ φίλε, έλιωσες μέσα στην λάντζα ένα μήνα και σου ‘τυχε ανεμιστήρας την τελευταία μέρα;”. Βάλαμε όλοι τα γέλια, κέρασα μια γύρα μπύρες ακόμα και έβαλα ένα πεντακοσάρικο πουρμπουάρ στην τσέπη του Τάκη, κάτι που έκαναν όλοι οι νικητές. Αυτός με κοίταξε, έριξε ένα χαμόγελο, πήρε το πλακάτ και έγραψε με τον μαρκαδόρο στο χαρτόνι: “Ο λαντζέρης του Σιδέρη” και ξεκίνησε για την περιφορά.
Τέλειωσε η βάρδια, μάζεψα το ραδιοφωνάκι, τις άπλυτες ποδιές μου, τα ογδόντα χιλιάρικα, έβαλα τον ανεμιστήρα στον ώμο και βγήκα στην Αθηνάς.
Photo credit: Vivi Kotoula Photographer