Πριν μέρες βρισκόμουν σε ένα παιδικό πάρτι του σχολείου του γιου μου. Μόλις το πάρτι τελείωσε ένα γονιός ήρθε και με έπιασε: “Θα έρθεις μαζί μου να πάμε να δώσουμε τα φαγητά που περίσσεψαν;” Μετά από λίγο βρεθήκαμε οι δυο μας στην πλατεία Βικτωρίας. Ήταν το προηγούμενο βράδυ από την μέρα που ο Δήμος Αθηναίων μαζί με την αστυνομία άδειασε την πλατεία. Είχαμε ξαναμαζέψει σαν οικογένεια κι άλλες φορές ρούχα και πράγματα αλλά είχε τύχει να μην τα παραδώσω εγώ ο ίδιος, αλλά άλλος δικός μου άνθρωπος.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν ένιωσα ανάμεικτα συναισθήματα. Επιβεβαίωσα πως το όλο θέμα με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες δεν είναι ούτε μαύρο, ούτε άσπρο. Έχει γκρίζες ζώνες πολλές. Και πέρα από αυτές τις γκρι ζώνες δίνει και πολλές ευκαιρίες για σπέκουλα ένθεν κι ένθεν.
Εγώ λοιπόν θα σταθώ στο εξής: Κάποια στιγμή πλησιάζω μια μικρή ομάδα: “Φούντ;”, τους ρωτάω με τα άπταιστα αγγλικά μου. “Ντου γιου γουόντ φούντ;” συνεχίζω. Σηκώθηκε ένα παλικάρι από μια βρώμικη κουβέρτα, κοίταξε το κουτί που κρατούσα, πήρε ένα τυροπιτάκι, έβαλε το δεξί χέρι στην καρδιά του, με κοίταξε και μου είπε και αυτός στα ίδια αγγλικά με τα δικά μου:
“Θένκιου φρέντ. Θένκιου”
Αυτό το “θενκιού” δεν νομίζω να το ξεχάσω ποτέ. Και όσο κι αν ακούω από δεξιά και αριστερά μαυρίλες ή μανιπουλάρισμα, αυτό το θενκιού θα μου θυμίζει πως ότι και εάν συμβαίνει γύρω μας η ανθρωπιά θα παραμένει το πιο δυνατό συναίσθημα.Και φυσικά δεν μιλώ για την ανθρωπιά την δική μου. Σιγά το πράγμα που έκανα. Μιλάω για αυτό που ήθελε αυτός να προσφέρει.
Photo by Ömer Ünlü on Foter.com / CC BY