Αρχές Αυγούστου. Είχα επιλέξει να μην πάω πουθενά. Να μείνω πίσω. Ούτε στην Αθήνα θα πέρναγα καλά, ούτε στο χωριό. Το τηλέφωνο χτυπούσε απανωτά. Απάντησα στα πρώτα τηλεφωνήματα μόνο. “Που είσαι; Γιατί δεν θα έρθεις;” Στον δεύτερο γύρο τηλεφωνημάτων δεν έκανα τον κόπο καν να το σηκώσω. Είχα παραιτηθεί. Δεν ήθελα τίποτα άλλο πέρα από το να μείνω μόνος μου.
Ξυπνούσα, κατέβαινα σε ένα καφενείο που σύχναζαν ναυτικοί που έκαναν το Πάτρα-Μπάρι και τούμπαλιν. Έπινα καφέ, μετά ούζα. Άκουγα ιστορίες καραβίσιες μα δε μιλούσα. Μόνο ρούφαγα. Τσιγάρο, ούζο κι ιστορίες. Ανέβαινα σπίτι κοιμόμουν μια ώρα και ξανάβγαινα στην ζεστή πόλη για βόλτα.
Τα βράδια κατέβαινα στο μόλο. Άνδρες που περπατούσαν αργά με εντολή γιατρού. Γυναίκες δυο-δυο. Φοιτητές πουθενά. Είχα μείνει μόνος. Τύχη και κατάρα μαζί.
Ένα μεσημέρι περπατούσα στην οδό Μαιζώνος. Τον εμπορικότερο δρόμο της Πελοποννήσου. Τα μαγαζιά κλειστά κι η πόλη έρημη. Μου το ΄χαν πει: “Αυτήν την πόλη θα την αγαπήσεις και θα σε παιδέψει ταυτόχρονα.”
Κάποια στιγμή μέσα στην ερημιά ακούω μακρινές μουσικές. Δεν ήξερα από που έρχονταν. Κοίταξα δεξιά-αριστερά. Τίποτα. Στο βάθος άρχισε να φαίνεται η μορφή ενός αστικού λεωφορείου. Η άσφαλτος ανέδυε κύματα ζέστης σαν οπτασία ερήμου. Το λεωφορείο πλησίαζε. Έφτασε κοντά μου. Άδειο. Μονάχα ο οδηγός. Είχε ανοίξει και τις τρεις πόρτες. Και την μπροστινή του οδηγού. Και την μεσαία, και την πίσω. Στα μεγάφωνα του οχήματος έπαιζε όσο πιο δυνατά μπορούσε ένα τραγούδι. Σκόρπιζε νότες και πόνο. Πέρασε από μπροστά μου με φόρα. Με χτύπησε ένα κύμα αέρα. Αναγνώρισα την φωνή. Κάτι μάγκωσε μέσα μου. Κάτι μου είπε: “Δεν είναι για σένα η μοναξιά φίλε.”
Ανηφόρισα. Έφτασα μέχρι το σπίτι μάζεψα τα πράγματα μου μέσα σε δέκα λεπτά και κατέβηκα στην πλατεία Γεωργίου. Μπήκα στο πρώτο ταξί της πιάτσας. “Φύγε” του είπα και ξεκίνησε.
Σας προτείνω να διαβάσετε το “Δεκάξι υφαδιές στον πόντο”