Πάνε καμιά δεκαπενταριά χρόνια. M’ άρεσε τότε να γυρνώ μερικές φορές μόνος τα βράδια σε δρόμους φωτεινούς από μαρκίζες. Όταν έκοβε η κίνηση και έφευγε η «μαρίδα» έμπαινα σε κανένα μαγαζί και γλεντούσα μονάχος μου. Συνήθεια παράξενη, αποκτηθείσα σε άλλες εποχές με άλλες στεναχώριες. Εκείνο το βράδυ, με το που πέρασα την γκαρνταρόμπα και άνοιξα την τελευταία πόρτα με τα φινιστρίνια, τον είδα να κάθεται μονάχος του και αυτός, τρία τραπέζια μακριά από την πίστα. Πήγα και κάθισα. Μου έγνεψε σαν να με περίμενε, μα δε μίλησε. Ούτε «καλώς τον ανιψιό». Ούτε τίποτα. Γύρισε ένα ποτήρι και μου έριξε. Χωρίς πάγο, χωρίς νερό. Σκέτο. Κάποια στιγμή και ενώ δεν είχαμε αλλάξει άλλη κουβέντα γυρνά και μου λέει: – Πήγαινε βρες τον Τάσο τον μετρ, να πει του Γιώργου να τραγουδήσει για την πάρτη μας «Το Ποτάμι» και την «Αλάνα».
Την άλλη μέρα το απόγευμα τον συνάντησα στο σπίτι των γονιών μου. «Τι κάνεις θείε» του λέω, «Όλα καλά φίλε» μου λέει. Κουβέντα δεν είπαμε πότε για κείνο το βράδυ. Ούτε και έμαθα τι είχε και ήταν «σκασμένος». Το εκτίμησε που δεν ανέφερα σε κανέναν ότι τον πέτυχα στα μπουζούκια μονάχο του και στεναχωρημένο. Έκτοτε όταν με έβλεπε μερικές φορές με ρωτούσε: «Πας κανά βράδυ να ακούσεις τίποτα; Να πηγαίνεις, να μην κλείνεσαι»
Τον «αποχαιρετίσαμε» οικογενειακώς πριν λίγες μέρες. Καλό ταξίδι θείε και θα «πηγαίνω», δεν θα κλείνομαι.