Το μαγαζί, ο θεός να το κάνει μαγαζί, ήτο παραλιακό. Βασικά ούτε μαγαζί δεν ήτανε. Μια τροχοβίλα στηριγμένη πάνω σε τέσσερις τσιμεντόλιθους. Ο φωτισμός στο περιβάλλοντα χώρο ερχόταν από μια τεραστίων διαστάσεων μεταλλική κολώνα που στηριζόταν σε μια οκταγωνική βάση από μπετό. Ήταν η τελευταία κολώνα του λιμανιού και η μοναδική πηγή φωτός. Τα τραπεζάκια, κάτι εμαγιέ, πρώην λευκά, ξεφτισμένα. Δύο καρέκλες ίδιες δεν υπήρχαν. Σαν όταν να ξεκίνησε την λειτουργία του το κατάστημα, ο καθένας να έφερε και από μια καρέκλα να κάτσει και την άφησε εκεί. Αυτό σκέφτηκα όταν με πρωτοπήγαν. Δεν είχα πέσει και πολύ έξω. Όταν στήθηκε ο σύλλογος, γιατί περί κυλικείο συλλόγου επρόκειτο, τα ιδρυτικά μέλη προσέφεραν το καθένα από ότι θα χρειαζόταν για να εξυπηρετηθεί ως μέλος και ως θαμώνας. «Σύλλογος Ερασιτεχνών Ψαράδων». Και εδώ ήταν το στέκι τους. Τρία μέτρα από την θάλασσα δίπλα από την γλύστρα που μπαινόβγαζαν τις βάρκες τους.
Σε αυτό λοιπόν, το ο θεός να το κάνει μαγαζί, έτρωγες το καλύτερο ψάρι σε όλο τον νομό. Αλλά δεν μπορούσε να καθίσει ο πάσα ένας. Έπρεπε ή να είσαι μέλος ή να πας παρέα με κάποιο από αυτά. Τα μέλη βέβαια είχαν μια υποχρέωση: Κάθε φορά που έβγαζαν την βάρκα από την γλύστρα άφηναν και ένα μικρό μέρος από τα ψάρια που έπιαναν στον υπεύθυνο του κυλικείου ο οποίος φρόντιζε για την λειτουργία του. Πολλά πράγματα δεν είχε. Ψωμί μόνο, κάτι πιρούνια σου έφερνε και από ποτά μόνο μπύρες, τσίπουρο και ούζο. Λειτουργούσε ο όμιλος μια χαρά. Τα βραδάκια, από το Μάιο και μετά γέμιζε. Οι καρέκλες δεν έφταναν, γυρνάγαμε στην ανάγκη και κανένα τελάρο μπύρας και καθόμασταν. Γυναίκες συνήθως δεν παίρναμε μαζί διότι άρχιζαν την γκρίνια και τα «θέλω πατάτες τηγανιτές». Οπότε, αντρικές παρέες, αντρικές κουβέντες και συνήθειες.
Εκείνο το μαγαζί λόγω του ισχνού καταλόγου του, το προσέγγιζαν διάφοροι που πουλούσαν έξτρα συνοδευτικά. Ερχόταν ένας και έφερνε κάτι αγγούρια, πεντάγλυκα. Καμιά φορά έφερνε και καμιά ντομάτα. Τα αγόραζες χωρίς ζύγι. Σου άφηνε δυο-τρία κομμάτια του ‘δινες ένα κατοστάρικο και αυτό ήταν. Ένας άλλος περνούσε και πουλούσε ξηρούς καρπούς. Φυστίκι και ηλιόσπορους. Ο καλύτερος όμως ήταν ο «Ζούνταπ».
Ο «Ζούνταπ», έτσι τον έλεγαν όλοι, είχε ένα μηχανάκι του οποίου η μάρκα έγινε το όνομα του αφεντικού του. Μηχανάκι και αναβάτης πρέπει να ήταν συνομήλικοι. Μπροστά είχε ένα ωραίο στρογγυλό φανάρι και στα πλευρά του κρέμονταν δεμένες ανά δύο, σακούλες μπλε πλαστικές, ζυγιασμένες η μια στην δεξιά πλευρά, κι η άλλη στην αριστερή. Ήταν πολλά ζευγάρια σακούλες. Τόσα που το σώμα τις μηχανής δεν το έβλεπες. Ποτέ δεν μάθαμε τι είχαν μέσα οι σακούλες. Ερχόταν κατά τις δέκα, δέκα παρά. Πήγαινε αργά. Το ένα χέρι το είχε στο γκάζι. Στο άλλο χέρι κρατούσε, σαν ανθοδέσμη, με προσοχή ένα μπουκέτο από αγκινάρες. Με το κοτσάνι. Ολόκληρες. Κατέβαινε, άλλαζε χέρι στις αγκινάρες, τις έπιανε τώρα χαμηλά από το κοτσάνι με το δεξί και έβαζε το αριστερό από κάτω, σαν να ήθελε να προσφέρει μπουκέτο υποψήφιος γαμπρός στην γυναίκα της ζωής του. Τόσο στοργικά. Τις έφερνε μπροστά σου να τις δεις και να πάρει την έγκρισή: «Άσε τρεις». Του ΄δινες ότι ψιλά είχες, τα ‘κλεινε στην χούφτα και έβαζε το χέρι στην καρδιά του για ευχαριστώ. Προτού φύγει, αγκάλιαζε με το αριστερό τρυφερά τις αγκινάρες, έβαζε το δεξί χέρι στην τσέπη του σακακιού του, και έβγαζε ένα ΚΑΛΑΣ. Με την μεγάλη τρύπα ανοιχτή σου έριχνε πάνω στην λαδόκολλα ένα βουναλάκι από αλάτι και κάθε φορά μονολογούσε: “Να προσέχετε ποιες γυναίκες θα παντρευτείτε. Η γυναίκα είναι σαν το λαχείο!» Γύριζε στο επόμενο τραπέζι και μόλις ξεπουλούσε ανέβαινε ξανά στο Ζούνταπ και χανόταν προς την σκοτεινή πλευρά του λιμανιού.
Photo credit: deborah’s perspective via Foter.com / CC BY