Δεκαετία ’90. Φθινόπωρο. Απογευματάκι Κυριακής σε παραλίμνιο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας. Η τηλεόραση στην καινούργια καφετέρια του χωριού παίζει πεντάλεπτο δελτίο ειδήσεων την στιγμή που γίνεται η μίνι ανασκόπηση των ματς που μόλις είχαν τελειώσει. Ο μπάρμαν-λέμε τώρα-ιδιοκτήτης κάθεται μόνος του απέξω από τον πάγκο πάνω σε ένα σκαμπό έτοιμος να κοιμηθεί από την ζέστη και την υγρασία. Το μαγαζί να μυρίζει επιδοτήσεις ΠΑΣΟΚ, καθρέφτες στους τοίχους, μια ντισκόμπαλά κρεμασμένη πάνω από τα άδεια πικάπς απλώνει ανταύγειες στην παχιά, πέντε εκατοστών παρακαλώ, λευκή μοκέτα.
Ξαφνικά, ακούγεται φρενάρισμα. Ανοίγει η πόρτα ενός ταλαιπωρημένου αγροτικού, βγαίνει μια λασπωμένη γαλότσα, βγαίνει και η δεύτερη, μπαίνει ο τύπος στο μαγαζί αργά, αφήνοντας τα σημάδια του παντού. Πλησιάζει στο μπαρ, καβαλάει κι εκείνος ένα σκαμπό και λέει με την ιδιάζουσα τοπική προφορά αλλά και με ύφος:
«Ένα Τζόνι κι ένα τοστ».